Σύνοψη των σουηδικών κατευθυντήριων οδηγιών για την ερμηνεία του καρδιοτοκογραφήματος κατά τη διάρκεια του τοκετού
Η παρακολούθηση του καλώς έχειν του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού στοχεύει στην πρόληψη της εμβρυϊκής βλάβης που σχετίζεται με την ανεπαρκή παροχή οξυγόνου στο έμβρυο. Το καρδιοτοκογράφημα αποτελεί τόσο στη Σουηδία όσο και στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες την κύρια μέθοδο παρακολούθησης του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού (fetal monitoring). Ανάλογα δε με το εάν πρόκειται για κύηση χαμηλού ή υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη εμβρυϊκής υποξίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τη μορφή διαλείπουσας ή συνεχούς καρδιοτοκογραφικής παρακολούθησης.
Οι διάφορες παράμετροι ή χαρακτηριστικά του καρδιοτοκογραφήματος (π.χ. μεταβλητότητα, επιταχύνσεις) έχουν διαφορετική βαρύτητα κατά τη διαδικασία αξιολόγησής του. Επιπροσθέτως, ευρήματα που αποκλίνουν του φυσιολογικού (καρδιοτοκογραφικές αλλοιώσεις) διαθέτουν διαφορετικά επίπεδα τεκμηρίωσης ως προς τον υποκείμενο παθοφυσιολογικό τους μηχανισμό. Για παράδειγμα, η εμφάνιση μεταβαλλόμενων επιβραδύνσεων σε περίπτωση συμπίεσης του ομφάλιου λώρου είναι επαρκώς τεκμηριωμένη με βάση ερευνητικά μοντέλα σε πειραματόζωα. Αντιθέτως, το επίπεδο τεκμηρίωσης του υποκείμενου παθοφυσιολογικού μηχανισμού ορισμένων καρδιοτοκογραφικών παραμέτρων ή αλλοιώσεων μπορεί να είναι ανεπαρκές και να στηρίζεται σε μικρές αναδρομικές μελέτες παρατήρησης ή/και σε συναίνεση μεταξύ ομάδων ειδικών (π.χ. φυσιολογικό εύρος βασικής καρδιακής συχνότητας του εμβρύου). Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες οδηγίες για την ερμηνεία του καρδιοτοκογραφήματος μπορεί να διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Παρά ταύτα, οι κατευθυντήριες οδηγίες των περισσότερων χωρών βασίζονται, σε διαφορετικό βαθμό στην κάθε χώρα, στις κατευθυντήριες οδηγίες της «Διεθνούς Ομοσπονδίας Γυναικολογίας και Μαιευτικής» (International Federation of Gynecology and Obstetrics, FIGO) του 1987, τις οποίες όμως πολλές χώρες έχουν σταδιακά τροποποιήσει, ενσωματώνοντας αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς το τι θεωρείται φυσιολογικό.
Το βασικό πλεονέκτημα της καρδιοτοκογραφίας κατά τη διάρκεια του τοκετού είναι η υψηλή ευαισθησία της μεθόδου, ως προς τον εντοπισμό της εμβρυϊκής υποξίας, με ελάχιστες ψευδώς αρνητικές καταγραφές. Από την άλλη, μια βασική αδυναμία της είναι η χαμηλή ειδικότητα, με συνέπεια τις πολλές ψευδώς θετικές καταγραφές, γεγονός που οδηγεί σε αχρείαστες πολλές φορές παρεμβάσεις (π.χ. επείγουσα καισαρική τομή) με όλους τους κινδύνους που αυτές μπορεί να συνεπάγονται για τη γυναίκα, χωρίς παράλληλα να υπάρχει κάποιο όφελος για το έμβρυο-νεογνό. Η ευαισθησία και η ειδικότητα της καρδιοτοκογραφίας εξαρτώνται με τη σειρά τους σε σημαντικό βαθμό από τα φυσιολογικά όρια και από το τι ορίζεται ως παθολογικό εύρημα με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες της κάθε χώρας. Επιπροσθέτως, η ευαισθησία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε κλινικό επίπεδο, δεδομένου ότι η παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του τοκετού αποσκοπεί στην πρόληψη και όχι στη διάγνωση μιας ήδη εγκατεστημένης βλάβης που σχετίζεται με εμβρυϊκή υποξία.
Όπως προαναφέρθηκε, οι κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την ερμηνεία και την ταξινόμηση του καρδιοτοκογραφήματος διαφέρουν σε μεγάλο ή μικρό βαθμό από χώρα σε χώρα. Οι διαφορές αυτές συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα φυσιολογικά όρια της βασικής καρδιακής συχνότητας του εμβρύου, τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών τύπων επιβραδύνσεων, αλλά και το σύστημα ταξινόμησης του καρδιοτοκογραφήματος. Το 2015 η FIGO δημοσίευσε τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες καρδιοτοκογραφίας, οι οποίες αναπτύχθηκαν από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από 45 μαιευτήρες και ερευνητές από περισσότερες από 30 χώρες, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να βοηθήσει στη χρήση μιας πιο ομοιόμορφης βάσης ερμηνείας και ταξινόμησης του καρδιοτοκογραφήματος. Η SFOG και η SBF όρισαν μια ομάδα εργασίας το 2015 με στόχο την προσαρμογή των σουηδικών κατευθυντήριων οδηγιών σε αυτές της FIGO κατά τρόπο λειτουργικό για τις σουηδικές συνθήκες παροχής μαιευτικής φροντίδας.
* Η ομάδα αυτή εργασίας αποτελείται από τους: Malin Holzmann (Στοκχόλμη), Maria Jonsson (Ουψάλα), Marianne Weichselbraun (Γκέτεμποργκ), Lars Ladfors (Γκέτεμποργκ), Andreas Herbst (Malmö/Lund) και Lennart Nordström (Στοκχόλμη).